Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η συνήθεια της Δευτέρας

Εδώ και 2 -3 χρόνια έχω αποκτήσει μια ευχάριστη συνήθεια. Κάθε Δευτέρα απόγευμα μετά το γραφείο πηγαίνω στο Κολέγιο Ψυχικού και εκεί στο κλειστό γυμναστήριο του κολεγίου παίζω με κάτι φίλους μπάσκετ. Από τότε που με θυμάμαι στην ενήλικη ζωή μου το μπάσκετ μου πρόσφερε παρέα (και μερικούς καραμπινάτους τραυματισμούς). Στα χρόνια μου τα φοιτητικά στη Θεσσαλονίκη στο Ποσειδώνειο - τεράστιο και με προβολείς !! - απίστευτα πράγματα για μένα τον έφηβο επαρχιώτη, ως άνεργος μετά το στρατό στη γενέθλια πόλη μου ήταν οι μόνες ώρες που ξεχνιούμουν από το άγχος της επαγγελματικής αποκατάστασης, στο Βόλο στην πρώτη μου σοβαρή δουλειά, στην Αθήνα έπειτα, πρώτα στα Πατήσια και μετά στις Τζιτζιφιές, πάντα από τα πρώτα πράγματα που τσέκαρα ήταν το κοντινότερο αθλητικό κέντρο. Δεν ήμουν ποτέ κανένα ταλέντο. Οι πραγματικές - στο πλαίσιο μια ομάδας - προπονήσεις μου μετριούνται στα δάκτυλα των 2 χεριών κάπου εκεί στα 15 μου χρόνια. Αλλωστε για μένα αθλητισμός είναι το fun. Και η συχνότητα των παιχνιδιών μπορεί να ποικίλλει από 2-3 την εβδομάδα μέχρι 2-3 φορές το χρόνο όλα αυτά τα χρόνια. Και 9 στις 10 φορές πήγαινα χωρίς παρέα. Παρέα έβρισκα εκεί. Ηταν όμως πάντα η απαντοχή μου, η τουλάχιστον μια από αυτές. Οταν τα πράγματα σκουραίναν, οταν ήθελα να ξεχαστώ, όταν δεν είχα τι άλλο να κάνω ή όταν ήθελα να ξανανιώσω πιτσιρικάς πήγαινα στο κοντινότερο γήπεδο. Θυμάμαι τη μέρα που ορκίστηκα και πήρα το δίπλωμα στο Πολυτεχνείο, το απόγευμα δώρισα στον εαυτό μου την 1η μου επώνυμη μπάλα μια adidas streetball. Εσκασε μετά από χρόνια όταν τη φούσκωνα σε ένα βενζινάδικο στην Αγίας Λαύρας, ένα καταθλιπτικό χειμωνιάτικο απόγευμα. Και η γυναίκα μου στα γενεθλιά μου πριν παντρευτούμε μια μπάλα μπάσκετ μου έκανε δώρο. Αυτή τη χάσαμε στο γυρισμό μας από καλοκαιρινές διακοπές. Δεν είμαι πια μικρός. Εχω καβατζάρει για τα καλά τα 40. Και από τραυματισμούς έχω αρκετούς. Ενα τροχαίο το 94 που άφησε ενθύμια κάμποσες βίδες στην ποδοκνημική. Γύρω στα 30 μου κάμποσες προπονήσεις στο aikido μου δημιούργησαν βουβωνοκήλη και εγχειρίστηκα. Μια λάθος εκτελεσμένη άσκηση στο γυμναστήριο μου προξένησε μια κήλη στο μεσοσπονδήλιο δίσκο, που με κράτησε στο κρεβάτι 2 μήνες προ 4 ετίας. Οταν όμως προέκυψε η ευκαιρία πριν 3 χρόνια η καρδιά μου πετάρισε. Μια καλή παρέα φίλων, γυμναστήριο κλειστό, καθαρά αποδυτήρια... Κι αυτά τα τρία χρόνια, τα είχαμε τα θεματάκια μας.. Στο 1ο κιόλας παιχνίδι, ένας απίστευτα ατσούμπαλος τύπος έπεσε στη πλάτη μου και ένας σπόνδυλος ψηλά στο λαιμό ταρακουνήθηκε έντονα (τη βγάλαμε την ακτινογραφία μας), ένα διάστρεμα 2ου βαθμού πέρυσι την άνοιξη και ενώ ήμουν σε φουλ φόρμα μου τελείωσε πρόωρα τη σεζόν, ενώ και τώρα που γράφω το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού έχει ένα σοβαρό διάστρεμα.. Οταν έρχεται όμως η Κυριακή το βράδυ, που όλα είναι λίγο πολύ μουντά και το ΣΚ τελείωσε, αυτό που απαλύνει τη μουντάδα και τη Δευτεριάτικη μαυρίλα που έρχεται, είναι η στιγμή που αφού έχω διαλέξει τα ρούχα της επόμενης μέρας και ετοιμάσει την τσάντα του γραφείου, ανοίγω εκείνη την παλιά POLO που έχω από τα χρόνια τα φοιτητικά και βάζω μέσα τη φόρμα και τα αθλητικά παπούτσια.. Και όταν το μυαλό ανοίγοντας την ατζέντα προβάλει τις Δευτεριάτικες εκκρεμότητες και βάζει προτεραιότητες, σκεφτεται και τη στιγμή που θα μπω στο γήπεδο το απόγευμα και θα νιώσω τη χαρά του παιχνιδιού.. Και αυτό όσο και αν μεγάλωσα δεν αλλάζει..

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Τι έφερε ο Αγιος Βασίλης ?

Τι έφερε ο Αγιος Βασίλης? Στο σπίτι μου βασικά δύο πράγματα. Το 1ο είναι ένας νέος η/υ. Η μάλλον κάτι που έχει στοιχεία και φορητού υπολογιστή και tablet και τις δυνατότητες ενός καλού επιτραπέζιου συστήματος. Ας τα παρουμε από την αρχή. Αρχές του Δεκέμβρη μήνα είχα την τύχη να παρεβρεθώ σε ένα συνέδριο στις Βρυξέλλες της OLAF για την απάτη. Δίπλα μου μια πιτσιρίκα - ούτε 30 χρονων - είχε στα χέρια της ένα mac book air. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που δούλευε. Κράταγε σημειώσεις, σερφαρε στο internet, google -άριζε όποια άγνωστη έννοια σε χρόνο dt, έβρισκε τις άγνωστες λέξεις στο λεξιλόγιο και ταυτόχρονα τσεκαρε το facebook για προσωπικά μυνήματα. Οσες ώρες είμασταν εκεί - και είμαστε ένα γεμάτο οχτάωρο - δεν είδα να αγχώνεται για μπαταρία ή να κουράζεται κρατώντας το. Μία από τις Κυριακές πριν τις γιορτές που τα καταστήματα ήταν ανοιχτά μπήκα στο public και το περιεργάστηκα από κοντά. Από την άλλη έψαχνα εδώ και χρόνια τρόπο να αντικαταστήσω την κλασσική ατζέντα που με συντροφεύει από το 1996 στα επαγγελματικά μου. Ηρθε το πράγμα και κούμπωσε. Βρήκα και μια καλή προσφορά σε πολλές άτοκες δόσεις και να το 1ο δώρο που με συντροφεύει από την παραμονή των Χριστουγέννων. Το 2ο είναι ο Πυθαγόρας. Ο Πυθαγόρας είναι παπαγάλος. Οι μικρές ψήσανε τη μάνα τους να τους πάρει κατοικίδιο. Εγώ ήμουν ούτως ή άλλως πολύ απασχολημένος στις μέρες των γιορτών και έτσι όλο το πράγμα έγινε ερήμην μου. Ενα από τα απογεύματα που γύρισα στο σπίτι μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, διαπίστωσα ότι ότι δεν είμαι ο μόνος αρσενικός στην οικογένεια. Υπάρχει πλέον και ο Πυθαγόρας, ο οποίος διαμενει στο καθιστικό μας. Το πρώτο του κλουβί διαπιστώσαμε ότι ήταν μικρό και τον καταπίεζε. Αγοράστηκε ένα δεύτερο και ο Πυθαγορας - που στην αρχή μας κοίταζε αμίλητος και ακίνητος ως κότα - ξεθάρεψε και είτε πεταρίζει από την μία στην άλλη γωνία του ευρύχωρου κλουβιού του, είτε - όταν έχει οίστρο - τιτιβίζει. Και του χρόνου..

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

σε λίγες ώρες αλλάζει ο χρόνος. Το video το βρήκα τυχαία στο youtube και το είδα ξανά και ξανά Τι πιο ωραίο υλικό για όνειρα παραμονες πρωτοχρονιάς http://www.youtube.com/watch?v=lZGEDjyh6f4

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Αυπνίες..

Καιρό είχα να αναρτήσω κάτι. Ο Σεπτέμβρης μήνας προσαρμογής και προγραμματισμού δεν αφήνει τελικά ελεύθερο χρόνο. Όταν το πρόγραμμα στρώσει και μπεις στην καθημερινή ρουτίνα τότε ναι, ανάμεσα σε επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις ξεκλέβεις χρόνο. Μέχρι να γίνει όμως αυτό να αποδεχτείς το καλοκαίρι που φεύγει και να σετάρεις το χειμερινό πρόγραμμα ο προσωπικός χρόνος συμπιέζεται. Απόψε – περασμένες μια μετά τα μεσάνυχτα – έχω ανάγκη να μιλήσω. Τα κορίτσια –μκρά μεγάλα – έχουν ξαπλώσει από νωρίς και γω μετά από ένα εξαντλητικό δεκάωρο στη δουλειά και ένα ψυχοφθόρο τετράωρο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση αισθάνομαι λίγο πιεσμένος. Χτες έλειψα με άδεια. Όχι για ξεκούραση ή για κάνα ταξιδάκι. Γενικό λογιστήριο για ένα θέμα μισθοδοσίας στη Κάνιγγος, τράπεζα στο ενδιάμεσο για το ρημάδι το εξοικονομώ κατ οίκον, αλλαγή λαδιών στην Ηλιούπολη για το αυτοκίνητο, service για τον εκτυπωτή στην Καλλιθέα και πολλά τηλέφωνα στο ενδιάμεσο. Γύρω στις 13.00 έκανα ένα διάλειμμα μίας ώρας και ήπια ένα καφέ στο Κολωνάκι. Δεν έβρισκες να παρκάρεις. Οι καφετέριες γεμάτες. Δεν δουλεύουν όλοι αυτοί? Καλοζωισμένοι αστοί που μεσημεριάτικα απολάμβαναν τον καφέ στην λιακάδα Δευτεριάτικα. Από χρόνια έχω παρατηρήσει ότι όσες μέρες λείψω από το γραφείο τόσες χρειάζομαι για να επανέλθω σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Πρόσφατα διάβασα για ένα ρολόι που μετράει τον χρόνο ανάποδα. Τον δικό σου χρόνο. Απαντάς σε μια σειρά ερωτήσεων αρχικά βάσει των οποίων σου βγάζει το προσδόκιμο ζωής σου. Εισάγεις την ημερομηνία γέννησής σου και αυτό αρχίζει να μετρά τον χρόνο που σου απομένει. Ακούγεται μακάβριο αλλά ο κατασκευαστής του ισχυρίζεται πως είναι αισιόδοξο γκάτζετ. Ότι σου επισημαίνει την μοναδικότητα άρα και τη σπουδαιότητα της στιγμής που περνά και δεν ξανάρχεται. Με τέτοιες σκέψεις άντε να με πάρει ο ύπνος. Και άντε το δεκάωρο στο γραφείο είναι απαραίτητο για να ζήσουμε. Το τετράωρο στον καναπέ όμως? Βρε μήπως το παραγγείλω?

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Μονο έτσι η ζωή είναι ωραία..

Τον Χωμενίδη σαν συγγραφέα τον γνώρισα στο βιβλίο του "Το σοφό παιδί" που το διάβασα γύρω στα 30 μου απνευστί. Μετά διάβασα - ίσως και όλα - τα υπόλοιπα μυθιστορήματα που είχε βγάλει, αλλά δεν θυμάμαι όυτε τους τίτλους. Οποτε βλέπω γραφόμενά του τα διαβάζω γιατί γράφει ωραία και άμεσα. Το παρακάτω το βρήκα στο protagon με τίτλο "Μονο έτσι η ζωή είναι ωραία". Και γω πλούσιος αισθανόμουν τότε με το χρηματιστήριο, το μισθό του μηχανικού που έπαιρνα ούτε που τον λογάριαζα...Συνειδητοποίησα ότι είμασταν και γείτονες... Σεπτέμβριος 1999. Είμαι τριαντατριών -έχω τα χρόνια του Χριστού, που έλεγαν οι παλιοί- αντίθετα όμως από Εκείνον, εγώ δεν νοιάζομαι να διδάξω τίποτα σε κανέναν. Ζω σάμπως να έχω κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο στα δεκάξι μου και να μην έχω επιστρέψει ποτέ. Δεν έχω καμιά απολύτως πρόθεση ούτε να σοβαρευτώ ούτε να νοικοκυρευτώ, πόσω δε μάλλον να πλουτίσω. Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Κατοικώ σε ένα ισόγειο εσωτερικό διαμέρισμα τριάντα τετραγωνικών στην πλατεία Κολιάτσου. Σε πολυκατοικία του 1960. Δύο δωμάτια, κουζινίτσα, μπάνιο (με ροζ, «κουφετί» πλακάκια, όπως συνηθιζόταν τότε), το γραφείο μου, το κρεβάτι μου, ένα μικρό μπαλκόνι στον φωταγωγό… Στον πυθμένα τού φωταγωγού, δυο μέτρα από κάτω μου, παίζουν μαύρα παιδάκια ενώ οι γονείς τους τηγανίζουν ρύζι ή γονατίζουν σε τρύπιο χαλί με το κούτελο προς τη Μέκκα. Η Κολιάτσου και τα πέριξ είναι μια μικρή Αφρική. Κομμωτήρια για ράστα, ιδιωτικά τηλεφωνικά κέντρα -χίλιες δραχμές η πεντάλεπτη σύνδεση με Νιγηρία-, κλαμπ με μαύρικη μουσική και αραπίνες που μπαλαμουτιάζονται με τους δικούς τους φόρα-παρτίδα μες στον δρόμο. «Έχουμε καταντήσει μετανάστες στην ίδια μας την πόλη!» γκρινιάζουν μέσα απ’ τις μασέλες τους οι παλιοί Κυψελιώτες. Εμένα μου αρέσει να είμαι μετανάστης, με ενθουσιάζει το πολυφυλετικό αυτό χύμα -δεκάδες γλώσσες στον αέρα και άλλες τόσες μυρωδιές εξωτικών φαγητών-, μου επιτρέπει, μεταξύ των άλλων, να πηγαίνω στο περίπτερο με τις πιζάμες, μέσα σε τόσες κελεμπίες ποιος θα με κοιτάξει στραβά; Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Τα μυθιστορήματά μου αγοράζονται από κάθε λογής αναγνώστες – ένα μεγάλο ποσοστό, το ξέρω, τα χρησιμοποιεί απλώς για να στηρίζει την πετσέτα του στην πλαζ, δεν με χαλάει ωστόσο αυτό, δεν με ενδιαφέρει να ποδηγετήσω τα πλήθη - απ’ όταν, έφηβος, ξεκίνησα να γράφω, καημός μου ήταν να συγκινήσω δέκα φίλους, πέντε που είχα ήδη και πέντε που θα συναντούσα στη συνέχεια της ζωής μου… Ένας μεγαλοεκδότης περιοδικών -ο οποίος τη μια μέρα νομίζει ότι είναι ο Χιου Χέφνερ του PlayBoy και την επόμενη ο Τεντ Τέρνερ του CNN- μου πληρώνει τριακόσιες χιλιάδες δραχμές για κάθε άρθρο ή διήγημα, βαυκαλίζεται ότι κι εγώ είμαι αντιστοίχως ο Νόρμαν Μέηλερ. Δεν κάνω πάντως πασαλείμματα, δουλεύω κατά μέσο όρο δέκα ώρες καθημερινά, τα ταλαιπωρώ τα γραπτά μου, το “delete” είναι το πιο πατημένο πλήκτρο στο κομπιούτερ μου - «τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», αυτός ο στίχος του Καρυωτάκη με στοιχειώνει, κι αν πρόκειται για σαρκασμό, εγώ τον παίρνω τοις μετρητοίς. Τα λεφτά μου δεν τα βάζω καν στην τράπεζα. Τα φυλάω σε ένα κουτί παπουτσιών - ποιος θα μπει στον κόπο να διαρρήξει μια γκαρσονιέρα στην Κολιάτσου; Όποτε βγαίνω έξω, χώνω στην τσέπη μου πεντέξι χαρτονομίσματα δίχως καλά-καλά να τα μετρήσω. Τα λεφτά μου τα τρώω και τα πίνω και τα ταξιδεύω - δεν οδηγώ καν αυτοκίνητο, μπαίνω σε ένα ταξί και λέω «βουρ, στη Χαλκίδα για ψάρι!», εν μέρει θέλω να εντυπωσιάσω το κορίτσι που έχω βγει ραντεβού, εν μέρει απολαμβάνω την αίσθηση πως ο κόσμος είναι ένας ολάνθιστος κήπος κι όλα τα φρούτα του στο χέρι μας… Tις Τετάρτες τα απογεύματα πηγαίνουμε με το Ντεσεβό της μαμάς στους πρόποδες του Υμηττού και κόβουμε λουλούδια για τα βάζα της. Η μαμά οδηγεί απαίσια, από τα γύρω αυτοκίνητα τη μουντζώνουν και τη βρίζουν, εκείνη παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει, δυναμώνει απλώς στο κασετόφωνο τη φωνή του Φοίβου Δεληβοριά: «Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία…». Σεπτέμβριος 2013. Είμαι σαραντεφτά -έχω τα χρόνια του Ιωσήφ όταν γεννήθηκε ο Χριστός- δεν έχω δει όμως ακόμα Άγγελο Κυρίου. Ή ίσως και να ’χω. Η μαμά μου κοιμάται εδώ και πέντε χρόνια σε ένα μαρμάρινο κρεβάτι στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Μα το όνομά της αντηχεί εκατό φορές τη μέρα μες στο σπίτι – «Νίκη, μάζεψε επιτέλους τα τουβλάκια σου! Θες, Νίκη, μια μπανάνα; Ο μπαμπάς φεύγει, Νίκη, θα του δώσεις ένα φιλί;». Όταν της πρωτομίλησα για τη γιαγιά Νίκη, που πήγε στον ουρανό προτού να γεννηθεί η ίδια, με κοίταξε απορημένη – «και τη βαφτίσατε Νίκη για μένα;» με ρώτησε. Δεν έχω εγκαταλείψει την Κυψέλη, κατοικώ απλώς στους αντίποδες της Κολιάτσου. Τα στενά πάνω από την Πατησίων με δυσκολία περπατιούνται πια. Πέρυσι σε έπιανε φόβος από τις αγριεμένες φάτσες, φέτος σε πιάνει θλίψη από την εγκατάλειψη, η φτώχεια σάρωσε τον πολυπολιτισμό, οι αραπίνες δεν μπαλαμουτιάζονται πλέον με τους δικούς τους, εκδίδονται σε κάτι κωλο-Έλληνες για δέκα ευρώ. Έχω πάψει να είμαι πλούσιος. Δουλεύω όσο και τη χαρισάμενη εποχή και βγάζω το ένα πέμπτο των χρημάτων και δεν τα βάζω σαν παλιόχαρτα στην τσέπη μου, τα μετράω και τα ξαναμετράω, πρέπει να πληρωθεί η ΔΕΗ, το σούπερ-μάρκετ, η εφορία… Θυμάμαι έπειτα τη Λωξάντρα και αναθαρρώ: «Τις έστιν πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.». Σηκώνομαι κάθε πρωί στις εφτά για να κατεβάσω τη Νίκη στο σχολικό. Όταν ξυπνάς πολύ πρωί έχεις όλη τη μέρα μπροστά σου -ισχύει- μόνο που όλη τη μέρα σούρνεσαι. Για να μην ντουμανιάζω το σπίτι, παίρνω το κομπιούτερ μου και πηγαίνω να γράψω στα καφενεία. Έχω μάθει να αποκόπτομαι τελείως από το περιβάλλον και να συγκεντρώνομαι φορώντας τα ακουστικά κι ακούγοντας κλασσική μουσική. Στα διαλείμματα, τα βγάζω και παρακολουθώ τις κουβέντες των θαμώνων. Συχνάζω σε συνοικιακά κατά προτίμηση στέκια, όπου πλειοψηφούν οι συνταξιούχοι. Πληροφορούμαι τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, λαθρακούω λογομαχίες για το ποδόσφαιρο και για την πολιτική - πάνω απ’ το τάβλι ή από την πρέφα ανταλλάσσουν εξωφρενικές πληροφορίες - πως τα ροδάκινα, λόγου χάριν, εισάγονται από το Ισραήλ αφού πρώτα τα έχουν ψεκάσει ραβίνοι με σκοπό να ναρκώσουν τον Ελληνισμό. Πάω να ξεκαρδιστώ, συνειδητοποιώ αμέσως ύστερα πως με αυτά τα μυαλά -τα τηγανισμένα από την τηλεόραση, τα αλαλιασμένα από την κρίση- ψηφίζουν. Κρατιέμαι για να μη βάλω τα κλάματα. Τα παιδιά έχουν ανάγκη και απ’ τους δυο γονείς τους, βεβαιώνομαι για αυτό κάθε στιγμή. Όχι πως δεν μπορούν να μεγαλώσουν μια χαρά και με έναν -και με μισόν ακόμα- όταν ωστόσο χώνουν το ένα χέρι την παλάμη της μαμάς και το άλλο στην παλάμη του μπαμπά, η σιγουριά τους γίνεται αγαλλίαση. Η συμβίωση, από την άλλη, φθείρει αδυσώπητα τον έρωτα - η κοινή καθημερινότητα κινδυνεύει να καταντήσει μια ατέρμονη σειρά από για ασήμαντη αφορμή καβγάδες - «γιατί μου πήρες τον αναπτήρα;», «ποιος έκλεισε τον θερμοσίφωνα;» (λες και κυκλοφορεί κανένας τρίτος ενήλικας μες στο σπίτι). Η συμβίωση είναι λαμπαδηδρομία υπό βροχήν: Πασχίζεις να κρατήσεις τον πυρσό αναμμένο τσαλαβουτώντας μες στις λάσπες. Μονάχα η αίσθηση του χιούμορ και η έλξη των σωμάτων μπορεί να σε σώσει. Το μυστικό για να διαρκέσει μία σχέση είναι να ερωτεύεσαι τον ίδιον άνθρωπο ξανά και ξανά. Ποιος όμως στην Ελλάδα του 2013 έχει διάθεση να ερωτευτεί; Όταν δε, συμπιέζει ο κόσμος και τα βασικά του έξοδα για να βγάλει τον μήνα, τσακώνεται, τρώγεται μεταξύ του. Οι πιο φανατικοί δεν είναι παραδόξως οι πιο αδικημένοι από την κρίση κι από τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας. Είναι εκείνοι που ανέκαθεν αναζητούσαν μια ευκαιρία για να βγουν μπροστά, να τους παραδοθεί το πόπολο, να τους χειροκροτήσει έστω. Έχουμε γεμίσει μικρούς Ροβεσπιέρους, εκ δεξιών και εξ αριστερών. Αρκετούς τους θυμάμαι πριν από το 2010: Συντάκτες σε περιοδικά λάιφ-στάιλ που το όνομά τους δεν μπήκε ποτέ στο εξώφυλλο, σφουγγοκωλάριοι κάθε ισχυρής κυρίας ή κυρίου, διανοούμενοι βαρέων βαρών που δεν ευδόκησαν να βρουν εκδότη για τα ακατάληπτα κείμενά τους... Για την προσωπική τους κακοδαιμονία ή οσφυοκαμψία μέμφονταν πάντοτε το «σύστημα» και τώρα μάχονται για το αιματηρό του γκρέμισμα. Είναι οπαδοί της «καλής» βίας. Πού θα βρίσκονται άραγε σε δέκα χρόνια από σήμερα; Εκεί προφανώς που θα τους έχει πάει ο άνεμος. Ο συρμός… Πρέπει να ερωτευτούμε ωστόσο ξανά στην Ελλάδα, την Ελλάδα, του 2013. Επείγει. Όχι για να ξεφύγουμε από τα βάσανά μας. Μα για να βρούμε μια βάση -μια πλατφόρμα εκτόξευσης- για τα όνειρά μας. Καμία επανάσταση δεν έγινε ποτέ από ανθρώπους που τα έβλεπαν όλα μαύρα. Η επανάσταση -όπως και έρωτας- είναι ένα φυτίλι που πυροδοτεί το πυροτέχνημα της ευτυχίας, το οποίο κρύβεις μέσα σου. Παραδίδω τη Νίκη στο σχολικό και διασχίζω το Πεδίον του Άρεως. Η πάχνη δεν έχει ακόμα στεγνώσει απ’ τα φύλλα, οι οδοκαθαριστές δεν έχουν μαζέψει τα πεταμένα προφυλακτικά από τις νυχτερινές αρπαχτές. Κατεβαίνω την οδό Ηρώων, με τις προτομές των αγωνιστών του 1821 ένθεν και ένθεν – παρ’ όλα τα εμφύλια μίση που τους χώριζαν, μαρμάρωσαν τελικά στους αιώνες ο ένας πλάι στον άλλον. Πάντοτε με εντυπωσίαζε πόσο ονειροπόλο βλέμμα είχε ο Αθανάσιος Διάκος, πόσο λεβεντομούνα ήταν η Μαντώ Μαυρογένους… Στα πόδια του Κολοκοτρώνη ελλοχεύει ένας γάταρος -ένας τίγρης τσέπης- με παχιά γούνα και με ορθωμένα μουστάκια. Το ένα του αφτί είναι μισοφαγωμένο, απώλεια προφανώς σε συμπλοκή για τα μάτια κάποιας ωραίας. «Τι έγινε, μεγάλε;» τον ρωτάω. «Την κέρδισες τουλάχιστον την ψιψίνα;». Κάνει τη ράχη τόξο και γουργουρίζει απειλητικά. «Όχι σε μένα τέτοια!» τσαμπουκαλεύομαι με τη σειρά μου. Βγάζω απ’ την τσέπη το πακέτο, του το τείνω. «Τσιγαράκι; Να κεράσω τσιγαράκι;» Ο γάτος τότε νιαουρίζει. Το νιαούρισμά του φτάνει στα αυτιά μου σαν γέλιο γάργαρο είτε σαν στίχος του Τσιτσάνη: «Σε παλάτια, σε τσαντίρια, θα τα πιούμε τα ποτήρια!». Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία. ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

δύσκολη αλλά έντιμη θέση

Το παρακάτω άρθρο είναι του Βαρουφάκη. Ειχα την τύχη να τον έχω καθηγητή στο 1ο μου μεταπτυχιακό. Δεν συμφωνώ πάντοτε σε όσα γράφει διαβάζω όμως τα γραφόμενά του. Στον καταιγισμό των σχολίων των τελευταίων ημερών λοιπόν ξεχωρίζω το παρακάτω άρθρο του Δύο είναι οι σύμμαχοι των Ναζί: Πρώτον, η απελπισία των πολλών που δημιουργεί η αυτοτροφοδοτούμενη κρίση, καθώς και η εμφανής ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού να την αντιμετωπίσει. Και, δεύτερον, οι σπασμωδικές αντιδράσεις μας απέναντι στους Ναζί την ώρα που ξεχειλίζουμε από θυμό. Δύο είναι οι χείριστοι σύμβουλοί μας για θέματα πολιτειακά: Το πένθος και η οργή. Το θέαμα των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να προκαλούν έπειτα από δολοφονικές επιθέσεις μας ωθεί στο αίτημα να τεθεί εκτός νομιμότητας το κόμμα των ερπετών. Θα ήταν μεγάλο σφάλμα. Βασική διαφορά μας με τους Ναζί είναι η ανοχή στον Άλλο, στον Διαφορετικό, στον Διαφωνούντα. Βασική διαφορά μας μαζί τους είναι ότι απορρίπτουμε την ιδέα πως έχουμε το δικαίωμα της καταστολής (της κρατικής ή ιδιωτικής βίας) εναντίον γονιδίων, ιδεών, σεξουαλικότητας που διαφέρουν από τα δικά μας γονίδια, τις δικές μας ιδέες, τη δική μας σεξουαλικότητα. Βασικό στοιχείο που μας ενώνει, κόντρα στους Ναζί και ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες μεταξύ μας διαφωνίες μας, είναι η πεποίθηση πως τους αξίζει μηδενική ανοχή. Όχι όμως ότι πρέπει να διώκονται ποινικά οι ιδέες τους! Κι εδώ έγκειται το δύσκολο εγχείρημα: Πώς να συνδυαστεί η μηδενική ανοχή στους Ναζί με τη μη ποινικοποίηση των ιδεών και χωρίς να απαγορευτεί η συμμετοχή του απεχθούς κόμματός τους στην εκλογική διαδικασία. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Όμως είναι αναγκαίο να το προσπαθήσουμε. Αν δεν κάνουμε τίποτα, και απλά συνεχίσουμε ως κοινωνία να ανεχόμαστε τα δηλητηριώδη, ρατσιστικά χρυσαυγίτικα συσσίτια στις γειτονιές, τις απειλές τους στις καφετέριες και στους δρόμους, τις επιθέσεις τους κ.λπ., θα βρεθούμε υπόλογοι στην Ιστορία. Αν, από την άλλη, ταμπουρωθούμε πίσω από τη νομική απαγόρευση και ποινικοποίηση της Χρυσής Αυγής, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο δώρο στους Ναζί – αποδεχόμενοι την ιδέα ότι η πλειοψηφία δικαιούται να εφαρμόζει μέτρα καταστολής εναντίον ιδεών που δεν της αρέσουν. Η ποινικοποίηση των ναζιστικών ιδεών και κομμάτων είναι, εν τέλει, όχι μόνο αναποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησής τους, και ιδεολογική ήττα των δημοκρατών, αλλά και η «εύκολη λύση». Κι όπως συμβαίνει παντού και πάντα, οι «εύκολες λύσεις» μόνο λύσεις δεν είναι. Ποια εναλλακτική έχουμε; Έχουμε την εναλλακτική, ως κοινωνία, ως γειτονιές, ως πολίτες, να εφαρμόσουμε τη Μη Ανοχή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού χώρου. Ονειρεύομαι μια Ελλάδα όπου, κάθε φορά που Χρυσαυγίτες τολμούν να μοιράσουν τα φυλλάδιά τους σε κάποια λαϊκή αγορά, στα διόδια, στα προαύλια των σχολείων, τουλάχιστον χίλιοι πολίτες (Δεξιοί, Αριστεροί, μνημονιακοί, αντιμνημονιακοί, ανεξάρτητοι κ.λπ.) να μαζεύονται και να τους γιουχάρουν, να τους αντιπαρατίθενται χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πάθος, με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα να αποδυναμωθεί η δική τους έφεση προς τη βία. Όσο για τη Βουλή, ονειρεύομαι μια κοινή στάση Μη Ανοχής προς τους Ναζί όλων των υπόλοιπων βουλευτών, χωρίς καμία διάθεση από κανέναν τους να χρησιμοποιήσει την αντιπαράθεση με τη Χρυσή Αυγή για να κερδίσει πόντους στο μεταξύ τους ανταγωνιστικό παίγνιο. Βέβαια, μια τέτοια στάση Μη Ανοχής απέναντι στους Ναζί απαιτεί δουλειά, μας θέτει σε κίνδυνο (όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με άτομα που λατρεύουν τη βία), ζητά από εμάς ξεβόλεμα. Είναι κατανοητό γιατί πολλοί προτιμούν την «κρατικοποίηση» της λύσης, μέσα από τη νομική ποινικοποίηση της Χρυσής Αυγής. Όμως, σε αυτό το πεδίο μάχης εναντίον της αναβίωσης του χειρότερου εφιάλτη της ανθρωπότητας, η λύση πρέπει να δοθεί από την ιδιωτική και την αυθόρμητα συλλογική πρωτοβουλία πολιτών που αποφασίζουν να ορθώσουν Τείχος Μη Ανοχής απέναντι στους Ναζί, χωρίς να καταφεύγουν στην εύκολη λύση τού να ζητήσουν από το κράτος να βγάλει κι αυτό το φίδι από την τρύπα.